Διαβάσαμε: Η ΑΠΟΙΚΙΑ της AUDREY MAGEE
Ένα απομονωμένο νησί της Ιρλανδίας, οι λιγοστοί κάτοικοι, δύο ξένοι, ένας ζωγράφος και ένας γλωσσολόγος, ένα καλοκαίρι, το 1979
Μοναδική ποιητική γραφή, κοφτοί, σύντομοι
διάλογοι, χωρίς τίποτε το περιττό.
Για κάποιο λόγο το “δικαιούμαι” . Επειδή
είμαι πιο σημαντικός από σένα; Επειδή πρέπει επιτέλους να κερδίσω τον εραστή
της γυναίκας μου; Επειδή σε βλέπω σαν ένα ψαρά;Επειδή δεν με ενδιαφέρει να
υπάρχει ένα “επειδή”;
Ο Τζέιμς που δεν θέλει να γίνει ψαράς
όπως όλοι οι κάτοικοι του νησιού, που δεν θέλει να τον φωνάζουν Σέιμους όπως
βαφτίστηκε, που ζωγραφίζει καλύτερα από τον ζωγράφο, που κάνει όνειρα, που
εμπιστεύεται ...
Η Μάιρεντ η όμορφη νέα χήρα, δεν
μπόρεσε, τελευταία στιγμή, να ξεφύγει από την “αποικία” Δεν πρόλαβε καν να
δοκιμάσει να βρει μια άλλη ζωή. Η φύση, την πρόλαβε. Έχασε σύζυγο, πατέρα,
αδελφό. Για το νησί, αυτοί ήταν και τα μοναδικά σημεία αναφοράς, “στηρίγματα”.
Και έχασε κι ακόμα κάτι πιο πολύτιμο: τον έρωτα, όπως τον έζησε με τον άντρα
της. Απώλειες που είναι αδύνατον να αναπληρωθούν.
Δεν ζει. Επιβιώνει. Στωική; υποταγμένη;
αδύναμη; ... το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν απολαμβάνει τη ζωή της στο νησί..
Όχι. Θα ήθελε να μπορούσε να έχει φύγει. Γι αυτό και όχι απλά αποδέχεται την
αναχώρηση του γιου της αλλά και τη στηρίζει. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να
νοηματοδοτήσει τη ζωή της, αφήνεται να την ζωγραφίσει ο Λόυντ, για μια
εγγυημένη αιώνια ζωή όπως της γυναίκας στον πίνακα που της δείχνει, και “...
έτσι να συνεχίζω να ζω, να συνεχίσω να κοιμάμαι, αιώνια ζωή, αιώνιος ύπνος για
μένα”.
Η γιαγιά... η αγέρωχη Μπιν Γιούι Φλόιν
θλίβεται επειδή “οι γυναίκες δεν κατεβαίνουν πια στην ακτή, δεν συλλέγουν
τρόφιμα, κι είναι κρίμα μεγάλο, γιατί υπάρχει τροφή πολλή κάτω εκεί” και απορεί
για τους γιους που ξενιτεύτηκαν επειδή “λόγο δεν βλέπω ν'αναζητάς ένα
μέρος τα ίδια για να κάνεις...”. “... σε μια ζωή όπου αγοράζεις και κατέχεις
για να κρύψεις τη γύμνια της ύπαρξης”
Η
ενοχή, του γάλλου Μασόν που δεν
αποδέχθηκε τη μητρική του γλώσα και μαζί
με αυτήν απέρριψε και τη Αλγερινή μητέρα του και τον πολιτισμό της. Τώρα
“παλεύει” για να σώσει μια άλλη γλώσα. Συγκρούεται με τον 'Αγγλο Λόυντ, τον
κατηγορεί για αποικιοκράτη, καθυστερημένη υπεράσπιση της μάνας- τρόπαιο του
απαικιοκράτη πατέρα. Αναμένοντας ένα προσωπικό όφελος φυσικά : μια
πανεπιστημιακή έδρα, μια αναγνώριση από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Εθελοτυφλώ.
Ζω το φαντασιακό μου. Όσο διαρκέσει.
Η στεγνή δημοσιογραφική αναφορά στις
δολοφονίες του εμφυλίου (1979),σαν “απλά” γεγονότα, απαλλαγμένα από κάθε είδους
τραγικά σχόλια, μας προσγειώνουν σε μια πραγματικότητα, η οποία αν και μακριά
από το νησί, δεν παύει να επηρεάζει τη καθημερινότητα του.

Comments
Post a Comment